- ἐξέτασιν
- ἐξέτασιςclose examinationfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ANAPUS — Siciliae fluv. iuxta Syraco paludem exit. Vide de illo Ovid. Fab. 6. l. 5. Met. Hodie accolarum simplicitate, vulgati vocabulô Alfeo dictus. Eius meminit Theocritus Idyl. 1. Ο᾿ν γὰρ δὴ ποταμοῖο μεγαν ῥόον ἐίκετ᾿ Α᾿νάπω. Ovid. Ponticor. l. 2. eleg … Hofmann J. Lexicon universale
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek